- δημεύεσθαι
- δημεύωseize as public propertypres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
грабленыи — (6*) прич. страд. прош. 1. Понесший материальный ущерб: правьдьно бо се отъ б҃а и чл҃вкъ. ѥже ни цр҃кви тъштеты которы˫а подъ˫ати. невѣдѣниѥмь епископлѩ имѣни˫а. ни еп(с)пѹ. ли ближикамъ ѥго граблѥномъ быти виною цр҃квьныихъ. (δημεύεσθαι) КЕ XII … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ουσία — Κάτι που πραγματικά υπάρχει. Λέγεται επίσης και για κάτι που ικανοποιεί τη γεύση (το ψωμί χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία). Ως σύνθετη, η λέξη έχει διάφορες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, περιουσία. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά… … Dictionary of Greek